Μα που πήγε η γαμημένη αθωότητα;
Μα που στο διάολο; Που;!
Που πήγαν αυτοί οι καιροί που ήμασταν ακόμα ανέμελοι, αθώοι, όμορφοι, απλοί;
Τότε που κοιτούσες τους ψηλούς και έλεγες και γω, μια μέρα, θα γίνω έτσι, ψηλός.
Τότε που έβλεπαν οι συμμαθήτριές σου τις άλλες να χαριεντίζονται με μάγκες, κ έλεγαν μέσα τους, μια μέρα και γω θα βρω τον πρίγκηπα.
Μα που πήγαν τώρα αυτές οι στιγμές; Που πήγε αυτή η μαγεία που έκανε τον κόσμο να φαντάζει άγνωστος, ωραίος, απόκοσμος, αινιγματικός, προς ανακάλυψιν, προς τέρψιν, προς πόσιν...
Τώρα όλα μοιάζουν γνωστά, τα ίδια, σαν να έχει λυθεί το αίνιγμα, να έχει χαθεί η μαγεία, και όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο πολύ φεύγει η μαγεία και χάνεται....
Μα που πάει; Που πάει αυτή η μαγεία; Δεν ερωτεύεται ο κόσμος πια; Όταν φτάνει μια άλφα ηλικία δηλαδή. Είναι όλα συναλλαγές και συμφωνίες; Έχει ο έρωτας μίζες μήπως κιόλας, αλά ελληνικά;
Αυτή η κρίση δεν άδειασε μόνο τις τσέπες του κόσμου, αλλά και τις καρδιές του. Τελειώσε η ζωή που ξέρανε όλοι, περάσαν σε άλλο κεφάλαιο, ανιαρό, σχεδόν άδειο.
Μα δεν είναι αλήθεια. Δεν μπορεί να είναι. Η αγάπη δεν στερεύει. Πάντα αναπληρώνεται ακόμη και αν έχει χαθεί.
Αυτή την στιγμή πρέπει να έχει χαθεί. Δεν μπορεί. Δεν μπορεί να το βλέπω μόνο εγώ. Δεν μπορεί να το νοιώθω μόνο εγώ.
Όλοι όσοι βρίσκουν το καλό σε όλα, καλά κάνουν. Αλλά δεν αρκεί, δεν αρκεί. Για αρχή δεν είναι η πραγματικότητα.
Είμαι πλούσιος, είμαι πλούσιος, είμαι...
Μα δεν είσαι αν δεν έχεις μια, όσο και να το λες. Με το να λες, δεν πλουτίζεις. Αυτό ίσως λειτουργεί περισσότερο σε άλλα ζητήματα όπως:
Αγαπώ το κορμί μου όπως είναι, αγαπώ το κορμί μου, το σώμα μου, αγαπώ...
Αλλά όλα αυτά είναι για άλλο κεφάλαιο.
Τώρα αναλύουμε γιατί λείπει η αγάπη. Γιατί λείπει η μαγεία. Που έχει πάει. ΠΟΥ;;
Που έχει πάει πια και μόνους μας έχει αφήσει.
Επαναλαμβάνω, δεν μπορεί να το βλέπω μόνο εγώ.
Ίσως όλοι οι εγώ να καταπιέζονται από όλους τους αυτούς που έχουν εμμονή στο να τα βλέπουν όλα τέλεια, όλα καλά, όλα με χαμόγελο. Ναι. ΟΚ. Όλα με χαμόγελο.
- Α! Κοίτα! Αυτοκτόνησε ένας ακόμη στο Σύνταγμα -λόγω κρίσης.
- Αμάααν...Έλα όμως τώρα! Δεν πειράζει! Ζωή σε μας!! (χαμόγελο).
Μακάβριο.
------------
Μόλις διάβασα ένα άθρο στην Λάιφο για την τρελή πριμαντόνα των Εξαρχείων. Ευτυχώς που υπάρχει αυτη η πηγή τοπικών και όχι μόνο νέων. Έχει ανέβει αρκετά...στα μάτια μου τουλάχιστον. Παλιά δεν μ'άρεσε τόσο. Δεν με εξέφραζε. Τώρα διαβάζω συχνά την ηλεκτρονική της έκδοση. Είναι πολύ προσεγμένη και ενδιαφέρουσα.
Το άρθρο ήταν λιτό. Όπως και τα γεύματα σίγουρα της Μαρίας, ή Ελένης, δεν έχει σημασία. Λιτή σίγουρα δεν ήταν η ζωή της. Δεν καταλήγει κανείς ημί- ή τελείως τρελός λόγω ανεκπλήρωτου έρωτα αν είναι λιτός σαν άνθρωπος, απλός, χωρίς ικανότητα για τα πιο έντονα συναισθήματα.
Πόσοι καταλήξαν τρελοί λόγω ανεκπλήρωτου έρωτα. Τόσοι πολλοί....τόσοι πολλοί....
Το είχα χαρακτηρίσει κάποτε το συναίσθημα του ανεκπλήρωτου έρωτα ως ένα από τα χειρότερα...είναι σαν να χάνεις εν ζωή τον αγαπημένο σου.
Ζει, αλλά δεν ζει κοντά σου.
Αναπνέει, αλλά εσύ δεν νοιώθεις την ανάσα του.
Ερωτεύεται, αλλά όχι εσένα.
Δεν υπάρχει χειρότερο αίσθημα από το να χάνεις ένα τόσο αγαπημένο πρόσωπο ενόσω είναι εν ζωή. Για εμένα τουλάχιστον αυτό ισχύει.
Ίσχυε. Δεν μου έχει ξανασυμβεί.
Έχει ίσως και τα καλά του. Όταν είσαι ακόμη στην επόχή της αθωότητας, αυτής της εξαφανισμένης, ο έρωτας είναι ακόμη μαγικός. Και ο ανεκπλήρωτος έρωτας από τα πιο ψυχοφθόρα και συνάμα -στην περίπτωση ενός καλλιτεχνικού πνεύματος- δημιουργικά συναισθήματα...Ή τέλος πάντων, όλο αυτό σε οδηγεί με κάποιο τρόπο στην δημιουργία (εφόσον η κλάψα και η στεναχώρια σου παρέχουν τα υλικά για να εμπνευστείς).
Και πόσο ακόμη; Πόσο ακόμη θα κλάψεις, θα στεναχωρηθείς, θα νοιώσεις πόνο; Συνήθως πολύ, για πολύ καιρό. Μπορεί και να μην περάσει ποτέ ο πόνος αυτός. Μπορεί να σε χαράξει για πάντα, να σε πληγώσει για μια ζωή. Μπορεί...να τρελαθείς.
Κάπως έτσι μάλλον και η πριμαντόνα των Εξαρχείων άφησε τα επίγεια και ζούσε με τις άριές της στην τρώγλη. Αυτή που κάηκε. Και που πήρε την Μαρία ή Ελένη μαζί της στις πυροστάλακτες τραβιάτες του Βέρντι.
---------------------
Η νύχτα θάμπωσε, το γυάλινο πέπλο. Στο φόντο ακούγονται οι μηχανές, να βουίζουν. Συντονίζονται. Έλκονται.
Οι λέξεις παγώνουν, θερμαίνονται, αλληλοκοιτιούνται, αλλά δεν αλληλοκαλημερίζονται. Αναρωτιούνται, όλες μαζί και η κάθε μια ξεχωριστά.
Γιατί οι άνθρωποι δεν μαγεύονται πια από εμάς; Τι τους κάναμε; Μα τι συνέβη;
Χάσαν τον έρωτά τους για μας;
Εμείς φτιαχτήκαμε για να μας λατρεύουν οι γλώσσες και οι χορδές των λαρρυγγιών τους.
Μα που πήγε το φως; Γιατί μας κλείσαν μέσα στο μπουντρούμι; Μα τι νύχτα βαριά είναι αυτή που έχει πέσει; Μα μουγγαθήκαν όλοι;!
Ναι; Μας ακούτε;!
Εμείς είμαστε! (εμείς....εμεί...εμε...)....
Οι λέεεξεειις! (οι λέεεξεις...λέεξεις...λέεξ...).
Απ'ότι φαίνεται, οι άνθρωποι τις ξεχάσαν για τα καλά τις λέξεις.
Καμία σημασία. Όλοι τις χρησιμοποιούν μηχανικά, όπως όταν πρέπει να μαγειρέψεις για να φας μόνο εσύ. Μηχανικά.
-------------
http://www.lifo.gr/team/prosklitirio_nekron/39362